Ο Αιμίλιος Ριάδης (1880-1935) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Συνθέτης και
ποιητής, θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής
Σχολής. Σπούδασε πιάνο και θεωρητικά με τον Δημήτριο Λάλλα, μαθητή του Bάγκνερ,
και συνέχισε στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου. Τα έτη 1910-1915 εγκαταστάθηκε
στο Παρίσι, όπου τα έργα του γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και απέσπασαν θριαμβευτικές
κριτικές. Το 1915 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη ως καθηγητής πιάνου στο νεοσυσταθέν
Κρατικό Ωδείο. Tο 1923 του απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Τέχνης και Επιστήμης.
Η διαμονή του Ριάδη στο Παρίσι και η επαφή του με συνθέτες της νεότερης γαλλικής
σχολής ασκούν σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση του μουσικού του ύφους, στο οποίο
συναντάται διάχυτο το ιμπρεσσιονιστικό στοιχείο. Στο σύνολο της δημιουργίας του,
που εκτείνεται σε όλα σχεδόν τα μουσικά είδη, κυρίαρχη θέση κατέχουν τα τραγούδια
του, τα οποία συγκαταλέγονται στα αριστουργήματα της ελληνικής μουσικής και ερμηνεύτηκαν
από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της εποχής. Πνεύμα ανήσυχο και ανικανοποίητο,
ο Ριάδης αναζητά συνεχώς το καλύτερο, γεγονός που αποδεικνύεται από τις αλλεπάλληλες
διορθώσεις των χειρογράφων του και τις επεμβάσεις σε έργα που είχαν ήδη εκδοθεί.
Τμήμα του αρχείου του συνθέτη δωρήθηκε στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας
«Λίλιαν Βουδούρη» το 2000, από την κυρία Ισμήνη Τζερμιά-Σακελλαροπούλου. Aποτελείται
από χειρόγραφες παρτιτούρες και κείμενα, αποκόμματα τύπου, ποικίλα έντυπα και φωτογραφίες.
Στην ψηφιοποιημένη συλλογή συμπεριλαμβάνεται και το τμήμα του αρχείου που κατέχει
το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, αντίγραφο του οποίου διατηρεί η Βιβλιοθήκη.
|